- ἐπιτετρόφασι
- ἐπιτετρόφᾱσι , ἐπιτρέφω—growperf ind act 3rd plἐπιτετρόφᾱσι , ἐπιτρέπωto turn toperf ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.